- επισίτιος
- ἐπισίτιος, -ον (Α) [σίτος]1. αυτός που εργάζεται μόνο για την τροφή του, χωρίς μισθό («καὶ ταῦτά γε ἐπισίτιοι καὶ οὐδέ μισθὸν πρὸς τοῑς σιτίοις λαμβάνοντες», Πλάτ.)2. παράσιτος3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπισίτιαη τροφή.
Dictionary of Greek. 2013.